αδασκάλευτος


αδασκάλευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδασκάλευτος ἀ στερητικό + δασκαλεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδασκάλευτος -η, -ο

✦ ο αδίδακτος, που δε δασκαλεύτηκε, δεν πήρε μαθήματα, που δε νουθετήθηκε για κάτι

Συνώνυμα
ακαθοδήγητος, ανορμήνευτος
Αντίθετα
δασκαλεμένος, ορμηνεμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.