αδέσμευτος


αδέσμευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδέσμευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀδέσμευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδέσμευτος -η, -ο

✦ ο μη δεσμευμένος, ο απαλλαγμένος από υποχρεώσεις, ελεύθερος, ανεξάρτητος: είχε σκληρά καθήκοντα να εκτελέσει, έπρεπε να αισθάνεται αδέσμευτος (Μ. Στασινόπουλος)
✦ αδέσμευτη χώρα, που δε μετέχει σε πολιτικούς ή στρατιωτικούς συνασπισμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αδέσμευτα (Κ αδεσμεύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.