αδέκαρος


αδέκαρος
Προφορά

Ετυμολογία
αδέκαρος ἀ στερητικό + δεκάρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδέκαρος -η, -ο

✦ ο εντελώς στερημένος από χρήματα

Συνώνυμα
απένταρος, άφραγκος
Αντίθετα
παραλής, λεφτάς
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.