αγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
αγωγή αρχαία ελληνική ἀγωγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αγωγή
✦ οδήγηση
✦ ανατροφή, εκπαίδευση, ιδ. ανηλίκων
✦ φυσική αγωγή, η γυμναστική
✦ θεραπευτική αγωγή, το σύνολο των μέσων θεραπείας
✦ (νομ.) έγγραφη προσφυγή σε δικαστήριο για την αναγνώριση δικαιώματος ή την επανόρθωση αδικίας
✦ πολιτική αγωγή, οι παράγοντες της δίκης από την πλευρά των κατηγόρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–