αγωγιάτης
Προφορά
Ετυμολογία
αγωγιάτης αγώγι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγωγιάτης
✦ θηλ. αγωγιάτισσα πρόσωπο που μεταφέρει φορτία (πρόσωπα ή πράγματα) με το υποζύγιό του: ανακατεύονται τα πέταλα των αβασταγών με τα χουγιαχτά των αγωγιάτηδων (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–