αγνεία


αγνεία
Προφορά

Ετυμολογία
αγνεία αρχαία ελληνική ἁγνεία, από το ρήμα ἁγνεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγνεία

✦ ηθική καθαρότητα, αγνότητα
✦ παρθενία
✦ αγνείας πείρα, θρησκευτική δοκιμασία της παρθενίας των αγάμων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.