αγκάθι
Προφορά
Ετυμολογία
αγκάθι μεσαιωνική ελληνική ἀκάνθιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αγκάθι
✦ σκληρή και αιχμηρή απόφυση των φύλλων, των κλωναριών ή των κορμών των φυτών
✦ το κεντρί των εντόμων
✦ κάθε αγκαθωτό φυτό
✦ (μτφ. ) οδυνηρή ενόχληση
✦ φρ. κάθομαι στ’ αγκάθια, ανησυχώ, περιμένω με ανησυχία – πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια; γιατί διακινδυνεύεις χωρίς προφυλάξεις ή εφόδια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–