αγγλικανός


αγγλικανός
Προφορά

Ετυμολογία
αγγλικανός └αγγλ┘Anglican

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αγγλικανός

✦ θηλ. αγγλικανή ο πιστός της αγγλικανικής εκκλησίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.