αγγίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αγγίζω εγγίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγγίζω
✦ πιάνω μόλις, άπτομαι, έρχομαι σε επαφή: κι οι κεραυνοί τον χαιρετούν χωρίς να τον αγγίζουν (Π. Νιρβάνας) – τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα (Γ. Σεφέρης)
✦ ασχολούμαι, καταπιάνομαι
✦ (μτφ. ) συγκινώ: δεν τον αγγίζει η μοντέρνα ζωγραφική
✦ (μτφ. ) πειράζω, ενοχλώ
✦ (παθητ.) αγγίζομαι, πειράζομαι, ενοχλούμαι, θίγομαι: μόλις τ’ άκουσε, αγγίχτηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–