αβγατίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αβγατίζω μεταγενέστερη ελληνική ἐγβατός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αβγατίζω
✦ αυξάνω, μεγαλώνω κάτι: κάνεις δουλειές κάθε μέρα και τα αβγατίζεις τα τάλαρά σου (Κ. Θεοτόκης)
Συνώνυμα
πληθαίνω, πολλαπλασιάζω
Αντίθετα
λιγοστεύω
Επιρρήματα
–