ίσο
Προφορά
Ετυμολογία
ίσο αρχαία ελληνική ἴσον, └ουδ┘ του επιθέτου ἴσος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ίσο
✦ στη βυζαντινή μουσική επαναλαμβανόμενος φθόγγος, ή βασικός φθόγγος κάθε ήχου
✦ φρ. του κρατάει το ίσο, τον σιγοντάρει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–