άδειασμα


άδειασμα
Προφορά

Ετυμολογία
άδειασμα αδειάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το άδειασμα

✦ η κένωση ή εκκένωση
(μτφ. ) ενέργεια που έχει ως στόχο να εκθέσει κάποιον, να τον αφήσει ακάλυπτο

Συνώνυμα

Αντίθετα
γέμισμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.