άγλειφτος


άγλειφτος
Προφορά

Ετυμολογία
άγλειφτος ἀ στερητικό + γλείφω

Ερμηνεία
επίθετο┘ άγλειφτος -η, -ο

✦ αυτός που δεν τον έχει γλείψει κάποιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.