άγγιχτος
Προφορά
Ετυμολογία
άγγιχτος ἀ στερητικό + γγίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άγγιχτος -η, -ο
✦ άθικτος, απείραχτος, που δεν αγγίχτηκε: κι άγγιχτοι από καιρόν ή φτόνο ή τύχη λαμποκοπούν οι ελληνικοί μου στίχοι (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
ανέγγιχτος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
άγγιχτα