ρεντινγκότα


ρεντινγκότα
Προφορά

Ετυμολογία
ρεντινγκότα └γαλλ┘ redingote

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ρεντινγκότα

✦ επίσημο ανδρικό ένδυμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.