ρεοστάτης


ρεοστάτης
Προφορά

Ετυμολογία
ρεοστάτης αρχαία ελληνική ῥέος + ἵστημι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ρεοστάτης

✦ συσκευή που παρεμβάλλει μεταβλητή αντίσταση σε ηλεκτρικό κύκλωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.