μυροφόρος


μυροφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
μυροφόρος μεταγενέστερη ελληνική μυροφόρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μυροφόρος -α, -ο

✦ που περιέχει ή παράγει μύρα
✦ που φέρνει μύρα: ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα (Λ. Μαβίλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.