μυροφόρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μυροφόροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μυροφόρος.mp3Ετυμολογίαμυροφόρος μεταγενέστερη ελληνική μυροφόρος Ερμηνεία└επίθετο┘ μυροφόρος -α, -ο ✦ που περιέχει ή παράγει μύρα ✦ που φέρνει μύρα: ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα (Λ. Μαβίλης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–