μπέσα


μπέσα
Προφορά

Ετυμολογία
μπέσα αλβ. besë

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μπέσα

✦ πίστη, εμπιστοσύνη
✦ φρ. δεν έχει μπέσα, δεν κρατάει το λόγο του, είναι ανάξιος εμπιστοσύνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.