λουλακής


λουλακής
Προφορά

Ετυμολογία
λουλακής λουλάκι

Ερμηνεία
επίθετο┘ λουλακής -ιά, -ί

✦ που έχει το χρώμα του λουλακιού, ανοιχτογάλαζος
✦ το ουδ. το λουλακί ως ουσ., το χρώμα του λουλακιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.