κατεργαράκος


κατεργαράκος
Προφορά

Ετυμολογία
κατεργαράκος υποκορ. του κατεργάρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κατεργαράκος

✦ θηλ.κατεργαρούλα (ειρωνικά ή θωπευτικά) άξιος για μικροπονηριές, πονηρούλης, μικροκατεργάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.