κατεργάρης
Προφορά
Ετυμολογία
κατεργάρης μεσαιωνική ελληνική κατεργάρης (= κατάδικος που δουλεύει σε κάτεργο)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κατεργάρης -α, -ικο
✦ δόλιος, πανούργος
✦ πονηρός, έξυπνος
✦ φρ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, εντολή στους καταδίκους κωπηλάτες των κατέργων να καταλάβουν τις θέσεις τους· (κ. μτφ. σήμερα) για επαναφορά στην τάξη ή επάνοδο στην εργασία μετά από διακοπή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–