επιτρέπω


επιτρέπω
Προφορά

Ετυμολογία
επιτρέπω αρχαία ελληνική ἐπιτρέπω

Ερμηνεία
ρήμα επιτρέπω

✦ παραχωρώ το δικαίωμα, δίνω άδεια, ελευθερία για κάτι: δεν επιτρέπω διακοπές – επίτρεψέ μου να σου πω
✦ επιτρέπεται, υπάρχει άδεια, ελευθερία για κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα
απαγορεύεται
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.