επιτρεπτός


επιτρεπτός
Προφορά

Ετυμολογία
επιτρεπτός επιτρέπω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιτρεπτός -ή, -ό

✦ που επιτρέπεται

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανεπίτρεπτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.