διάτρηση


διάτρηση
Προφορά

Ετυμολογία
διάτρηση αρχαία ελληνική διάτρησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η διάτρηση

✦ άνοιγμα οπής, διατρύπηση |(ιατρ.) αυτόματο άνοιγμα σπλάχνου εξαιτίας παθολογικής αλλοίωσης των τοιχωμάτων του: διάτρηση του στομάχου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.