γάντζος


γάντζος
Προφορά

Ετυμολογία
γάντζος └βενετ┘ ganzo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γάντζος

✦ σιδερένιο αγκίστρι, για ανάρτηση ή πιάσιμο αντικειμένων, αρπάγη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.