γάνος
Προφορά
Ετυμολογία
γάνος αρχαία ελληνική γάνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το γάνος
✦ στιλπνότητα, λάμψη, γυαλάδα
✦ πράσινη σκουριά σε χαλκώματα
✦ λευκό επίχρισμα στη γλώσσα: το βλέπει με το στοματάκι του ανοιχτό κι ολάσπρο απ’ το γάνος (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–