ανακόλουθος


ανακόλουθος
Προφορά

Ετυμολογία
ανακόλουθος μεταγενέστερη ελληνική ἀνακόλουθος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανακόλουθος -η, -ο

✦ ο χωρίς λογική ακολουθία, χωρίς λογικό ειρμό
✦ (για πρόσωπα) ο μη σύμφωνος με τις εκφρασμένες αντιλήψεις του ή με τη συνηθισμένη στάση του

Συνώνυμα
ασυνεπής, αντιφατικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
ανακόλουθα (Κ ανακολούθως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.