time
Προφορά
{taım}
(Ουσιαστικό)
● καιρός
● φορά
● ώρα
● χρόνος
● εποχή
(Ρήμα)
● κανονίζω τον καιρό
● μετρώ τον καιρό
● συγχρονίζω
└[Εκφράσεις]┘
● at times = ώρες ώρες
● by the time = ώσπου
● for the time being = προς το παρόν
● in time = εγκαίρως
● of time = χρονικός
● the time being = επί του παρόντος
Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση