strike


strike
Προφορά

{straık}

(Ουσιαστικό)
● χτύπημα
● απεργία
● κτύπημα

(Ρήμα)
● κτυπώ
● πλήττω
● χτυπώ
● προσκρούω
● απεργώ

└[Εκφράσεις]┘
● go on strike = απεργώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.