stop


stop
Προφορά

{stɒp}

(Ουσιαστικό)
● παύση
● σταμάτημα
● στάση
● στιγμή
● τελεία

(Ρήμα)
● σταθμεύω
● σταματώ
● παύω
● μένω

└[Εκφράσεις]┘
● Where is the bus stop? = που είναι η στάση λεωφορείου;

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.