staunch Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply staunchΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/staunch.mp3{stɒntʃ} (Επίθετο)● στερεός● αφοσιωμένος● σταθερός● πιστός (Ρήμα)● σταματώ την εκροήν● σταματώ αιμορραγία Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση