sot Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply sotΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/s/sot.mp3{sɒt} (Επίθετο)● απομωραμένος (Ουσιαστικό)● μέθυσος● μπεκρούλιακας Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση