slot


slot
Προφορά

{slɒt}

(Ουσιαστικό)
● στενό άνοιγμα
● σχισμή

(Ρήμα)
● κάνω αύλακα
● σχίζω
● κάνω σχισμή

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.