pilot


pilot
Προφορά

{‘paılət}

(Επίθετο)
● πηδαλιούχος

(Ουσιαστικό)
● πλοηγός
● πιλότος

(Ρήμα)
● πηδαλιουχώ
● οδηγώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.