pilot Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply pilotΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/p/pilot.mp3{‘paılət} (Επίθετο)● πηδαλιούχος (Ουσιαστικό)● πλοηγός● πιλότος (Ρήμα)● πηδαλιουχώ● οδηγώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση