pest


pest
Προφορά

{pest}

(Επίθετο)
● οχληρός

(Ουσιαστικό)
● λοιμός
● επιδημία
● μίασμα
● επιβλαβές φυτό
● βάσανο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.