mould


mould
Προφορά

{məʋld}

(Ουσιαστικό)
● μούχλα
● εκμαγείο
● καλούπι
● φυτόχωμα

(Ρήμα)
● πλάθω
● μουχλιάζω
● σχηματίζω

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.