milk Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply milkΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/milk.mp3{mılk} (Ουσιαστικό)● γάλα (Ρήμα)● αμέλγω● αρμέγω └[Εκφράσεις]┘● whole milk = γάλα μη αποβουτυρωμένο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση