married Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply marriedΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/married.mp3{‘mærıd} (Επίθετο)● έγγαμος● συζυγικός● παντρεμένος └[Εκφράσεις]┘● not married yet = ανοικοκύρευτος Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση