mammal Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply mammalΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/m/mammal.mp3{‘mæməl} (Επίθετο)● μαστοφόρος (Ουσιαστικό)● θηλαστικό ζώο Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση