look Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply lookΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/l/look.mp3{lʋk} (Ουσιαστικό)● βλέμμα● ματιά● μορφή● όψη● ύφος (Ρήμα)● βλέπω● φαίνομαι● κοιτάζω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση