log


log
Προφορά

{lɔ:g, lɒg}

(Ουσιαστικό)
● κούτσουρο
● κορμός ξύλου
● δρομόμετρο πλοίου
● ημερολόγιο πλοίου

(Ρήμα)
● καταγράφω
● κόπτω δέντρα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.