lick Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply lickΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/l/lick.mp3{lık} (Ουσιαστικό)● γλείψιμο● δαρμός (Ρήμα)● λείχω● γλείφω● δέρνω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση