exhaust Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply exhaustΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/e/exhaust.mp3{ıg’zɔ:st} (Ουσιαστικό)● εκφεύγοντα αέρια καύσης της μηχανής (Ρήμα)● παρακολουθώ● εξαντλώ Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση