devout Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply devoutΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/d/devout.mp3{dı’vaʋt} (Επίθετο)● θρήσκος● ευσεβής● φιλόθρησκος● ευλαβής● θεοσεβής Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση