dainty Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply daintyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/d/dainty.mp3{‘deıntı} (Επίθετο)● εκλεκτικός● λεπτοκαμωμένος● ντελικάτος● νόστιμος● λεπτός (Ουσιαστικό)● κομψός● λιχουδιά Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση