dainty


dainty
Προφορά

{‘deıntı}

(Επίθετο)
● εκλεκτικός
● λεπτοκαμωμένος
● ντελικάτος
● νόστιμος
● λεπτός

(Ουσιαστικό)
● κομψός
● λιχουδιά

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.