crown Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply crownΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/crown.mp3{kraʋn} (Ουσιαστικό)● διάδημα● κορυφή● κορώνα νόμισμα● στεφάνι● στέμμα (Ρήμα)● στεφανώνω● στέφω● αποκορυφώνω Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση