coupling Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply couplingΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/coupling.mp3{‘kʌplıŋ} (Ουσιαστικό)● σύζευξη● δεσμός● ένωση● ζευγάρωμα● κομπλάρισμα● σύνδεση Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση