commuter Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply commuterΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/commuter.mp3{kə’mju:tər} (Ουσιαστικό)● ταξιδεύων με εισητήριον διάρκειας Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση