coal Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply coalΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/c/coal.mp3{kəʋl} (Ουσιαστικό)● άνθραξ● άνθρακας● γαιάνθρακας● κάρβουνο● αέρι από την καύση ανθράκων Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση